νότυλος

νότυλος
νότυλος σφυγμός,
A 'moist' (?) pulse, term invented by Archigenes, Gal.8.662.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νότυλος — νότυλος, ὁ (Α) (στη φρ. νότυλος σφυγμός) λέξη η οποία πλάστηκε από τον Αρχιγένη και χρησιμοποιούνταν πιθανώς για να δηλώσει την έννοια τού μαλακού, τού απαλού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”